μεταλδήσκω

μεταλδήσκω
μεταλδήσκω (Α)
μεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι καθώς αυξάνομαι, αυξάνομαι υπό άλλη μορφή («μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι δέμας», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀλδήσκω «αυξάνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”